- θύλακα
- θύ̱λακα , θῦλαξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERA — I. PERA Latine etiam Cornu Byzantii, Graec. Chrysoceras, urbs Thraciae, prope Constantinopol. nunc Galata, versus suburbium, ubi Latini degunt. II. PERA an a τηρεῖν, aut φέρειν, quod servet aut serat; an a περὶ, quod lata sit ac sinuosa; an a… … Hofmann J. Lexicon universale
εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
σέπια — η, Ν 1. χρωστική ουσία που εξάγεται από τον θύλακα μελάνης τής σουπιάς ή τού καλαμαριού και χρησιμοποιείται ως μελάνι σχεδίασης και ως υδρόχρωμα, η σηπία 2. συνεκδ. ζωγραφικό έργο στο οποίο χρησιμοποιήθηκε η χρωστική αυτή ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
γάμμαρος — (gammarus). Αμφίποδο καρκινοειδές, κύριος εκπρόσωπος της οικογένειας των γαμμαριδών. Αριθμεί περίπου 300 είδη. Ο γ. έχει μακριές κεραίες και μέτρια σε μέγεθος μάτια. Τα δύο τελευταία θωρακικά του πόδια είναι πιο ανεπτυγμένα από τα άλλα και… … Dictionary of Greek
θυλακίνος — (Τhylacinus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των δασυουριδών. Περιλαμβάνει λίγα είδη νυκτόβιων, σαρκοφάγων ζώων της Τασμανίας, με μέγεθος λύκου ή σκύλου, μακριά ουρά και συνήθως σταχτοκάστανο τρίχωμα. Το θηλυκό γεννάει τέσσερα… … Dictionary of Greek
κουρκούμα — (Curcuma). Γένος διακοσμητικών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών. Πρόκειται για πολυετείς ριζωματώδεις πόες, ιθαγενείς της Ινδίας, της Κίνας και της νοτιοανατολικής Ασίας. Μορφολογικά το γένος χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο βρακτίων,… … Dictionary of Greek